- διεφθαρμένου
- διαφθείρωdestroy utterlyperf part mp masc/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προμώτος — Βυζαντινός στρατηγός επί Θεοδοσίου A’ (379 – 395), από τον οποίο διορίστηκε αρχηγός του στρατού στη Θράκη και στην Κάτω Μοισία (τη σημερινή Βουλγαρία). Ο Π. νίκησε κάθε φυλής εισβολείς και προσέφερε μεγάλες υπηρεσίες στο κράτος. Τελικά όμως έπεσε … Dictionary of Greek
Βενέδικτος — I Όνομα παπών και αντιπάπων της Kαθολικής Εκκλησίας. 1. Β. Α’, ο επονομαζόμενος Μπονόζο. Πάπας της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας (575 578). Ρωμαϊκής καταγωγής, διαδέχτηκε τον Ιωάννη Γ’. Στη διάρκεια της παποσύνης του η Ρώμη δέχτηκε την επίθεση των… … Dictionary of Greek
Γουόρεν, Ρόμπερτ Πεν — (Robert Penn Warren, Γκάθρι, Κεντάκι 1905 – 1989). Αμερικανός συγγραφέας. Ο Γ. συνεργάστηκε με τον Τζον Κρόου Ράνσομ, γύρω από τον οποίο σχηματίστηκε η ομάδα New Criticism, και έγραψε στο περιοδικό Ο δραπέτης, όπως επίσης και στο μανιφέστο της… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Ιωσίας — Βιβλικό πρόσωπο, βασιλιάς του Ιούδα (646; 608 π.Χ.). Ήταν γιος του βασιλιά Αμών, τον οποίο και διαδέχθηκε σε ηλικία οκτώ ετών. Αν και ο πατέρας του είχε φήμη διεφθαρμένου βασιλιά, ο I., αντίθετα, βασίλευσε με σύνεση. Φρόντισε να επαναφέρει τον… … Dictionary of Greek